έφυγρος
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
-η, -ο (Α ἔφυγρος, -ον)
υγρός στην επιφάνεια, νοτισμένος («ἔφυγροι ὀμφαλοί», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + ὑγρός.