αζωτούχος

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

Greek Monolingual

-ο
αυτός που περιέχει άζωτο. Π. χ. αζωτούχο λίπασμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άζωτο + -ούχος < έχω].