αιωρώ

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source

Greek Monolingual

(-έω) (Α αἰωρῶ) (Ν συνήθως στη μέση φωνή)
Ι. ενεργ. υψώνω και κρατώ στον αέρα, κρατώ ή κινώ κάτι μετέωρο, μετεωρίζω
ΙΙ. μέσ.
1. είμαι μετέωρος, κρέμομαι στον αέρα, ταλαντεύομαι
2. πετώ, περιφέρομαι, κυκλοφορώ, πλανιέμαι
3. (για τα πτηνά) μετεωρίζομαι, ακινητώ στον αέρα, «ζυγίζομαι»
νεοελλ.
«κάνω κούνια», «κουνιέμαι»
αρχ.
Ι. ενεργ. 1, ταλαντεύω, κουνώ, σείω σαν σε αιώρα
2. κρεμώ, εξαρτώ
3. αναπτερώνω το ηθικό κάποιου
ΙΙ. μέσ.
1. δονούμαι, πάλλομαι στον αέρα
2. εξαρτώμαι, κρέμομαι
3. είμαι μετέωρος, αμφιταλαντεύομαι, βρίσκομαι σε αβεβαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Fαι-Fωρ-έω, με εκτεταμένη βαθμίδα Fωρ- του θέματος Fερ- (α-Fερ- > ἀείρω, βλ. λ.) και τον λεγόμενο «εκφραστικό αναδιπλασιασμό» (Fαι-).
ΠΑΡ. αιώρα, αιώρημα, αιώρηση.
ΣΥΝΘ. αρχ. συναιωροῦμαι, υπεραιωρῶ].