ακρελεφάντινος

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκρελεφάντινος, -ον)
αυτός που έχει άκρα (γωνίες κ.λπ.) κατασκευασμένα από ελεφαντόδοντο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + ἐλεφάντινος.