ακροκέραμος

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

ο και ακροκέραμο, το
κεραμίδι ειδικού σχήματος που τοποθετείται στις άκρες της στέγης ή τις γωνίες τών αετωμάτων για διακοσμητικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + κέραμος.