ακρόψιλος

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

ἀκρόψιλος, -ον (Α)
γυμνός ή μαλακός κατά το άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + ψιλός.