κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ἀκρόψιλος, -ον (Α)γυμνός ή μαλακός κατά το άκρο.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + ψιλός.