Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die
ἁλίζωνος, -ον (Μ)αυτός που περιζώνεται, που περιβρέχεται από θάλασσα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + -ζωνος < ζώνη.