αλανάριστος
From LSJ
τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για το μαλλί) αυτός που δεν λαναρίστηκε, ο άξαστος
2. (για το λινοκαλάμι) ακαθάριστος, αξεφλούδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λαναριστός < λαναρίζω].