αμερικανίζω
From LSJ
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
Greek Monolingual
Αμερικανός
1. φέρομαι ή ενεργώ σαν Αμερικανός
2. μιμούμαι τους Αμερικανούς κατά τη συμπεριφορά ή τις συνήθειες.