Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
-ή, -ό (Εμβρυολ.-Ανατ.)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο άμνιο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ελληνογενές < αρχ. ἀμνίον («ο εσώτατος υμένας που περιβάλλει το έμβρυο κατά την κύηση», πρβλ. άμνιο), πρβλ. αγγλ. amniac].