πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
ἀμφίδασυς, -εια, -υ (Α)αυτός που είναι από όλες τις πλευρές δασύς, δασύτριχος, πυκνόμαλλος, τριχωτός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + δασύς.