αμφικτίονες
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Greek Monolingual
ἀμφικτίονες, και -κτύονες, οι (Α)
1) αυτοί που κατοικούν γύρω ή κοντά, περίοικοι, γείτονες
2. (ως κύριο όνομα) οι απεσταλμένοι των πόλεων που ήταν συνδεδεμένες σε Αμφικτιονία ή αμφικτιονική ομοσπονδία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + -κτίονες ή -κτύονες < κτίζω «κατοικώ» (πρβλ. περι-κτίονες «γείτονες») και μυκην. me-ta-ki-ti-ta μετακτίται «μετοικήσαντες, μεταφερθέντες από αλλού». Ως προς τη γραφή –κτύονες με -υ-, πρόκειται για διαλεκτική εναλλαγή ι και υ που απαντά σε διαλεκτ. τύπους όπως ιων. αἰσυμνήτης: μεγαρ. αἰσιμνάτας, μόλυβδος: μόλιβος, βυβλίον: βιβλίον κ.ά.
ΠΑΡ. αρχ. Ἀμφικτυονία, ἀμφικτυονικός, ἀμφυκτυονίς].