πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
το1. το να ανεβαίνει κανείς, το ανέβασμα«βαρέθηκα το ανέβα κατέβα»2. ανωφέρεια, ανηφοριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < (μσν. ουσ.) ανάβα < προστ. αορ. του αναβαίνω].