αναθυμούμαι

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source

Greek Monolingual

(-έομαι) βλ. αναθυμίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + θυμούμαι].