ανεμοπόλεμος

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monolingual

ο (Μ ἀνεμοπόλεμος)
νεοελλ.
η ανεμοπάλη, η θύελλα
μσν.
αψιμαχίες, ακροβολισμοί.