ανεπιείκεια
From LSJ
Ὁ συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)
Greek Monolingual
η (Α ἀνεπιείκεια)
έλλειψη επιείκειας, αυστηρότητα, σκληρότητα.