Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
δροσίζω κι ομορφαίνω («και το ανθοδροσοστολίζει με τ’ ακοίμητα νερά», Σολωμός).