αντίκρυσμα

From LSJ

οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain

Source

Greek Monolingual

το αντικρύζω
1. κατά πρόσωπο συνάντηση
2. αντιμετώπιση
3. θέα, κοίταγμα
4. ποσό που δίνεται για εγγύηση ή ασφάλεια σε χρηματιστικές πράξεις
5. κάτι χωρίς αντίκρυσμα
κάτι που δεν γίνεται αποδεκτό γιατί δεν έχει πραγματική αξία.