ανυφαντής

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ντρια, -ντρα, -ντού) (Μ ἀνυφαντής)
1. ο υφαντής, αυτός που υφαίνει ή που ξαναϋφαίνει
2. η αράχνη η υφαντική.