απολαύω

From LSJ

σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπολαύω)
1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος
2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαι
νεοελλ.
(με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματος
αρχ.
1. βγαίνω ωφελημένος
2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό
3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἀπολαύοντες
αυτοί που καρπώνονται τον κόπο των άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο - + λαύω. Το β' συνθετικό συνδέεται με το αττ. λεία, δωρ. λᾱ-ā και πιθ. με το λαρός «ευχάριστος» από τα οποία συνάγεται θ. law- ή lāw-, που απαντά επίσης στα γοτθ. lăun «μισθός», (αρχ. σλαβ.) lovŭ «λεία», λατ. lūctum «κέρδος» κ.λπ.
ΣΥΝΘ. εναπολαύω, επαπολαύω, παραπολαύω, προαπολαύω, προσαπολεύω, συναπολαύω.