απολύω

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω)
1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του
2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό
3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα)
νεοελλ.
1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω
2. φρ. «απολάω λυτούς και δεμένους» — αποστέλλω τους πάντες για ανεύρεση κάποιου ή για εκτέλεση επείγοντος έργου
μσν.- νεοελλ.
1. περατώνω τη λειτουργία
2. (για λειτουργία) τελειώνω, σχολνώ
3. αφήνω κάτι να χαλαρωθεί, χαλαρώνω
4. (για μαλλιά) αφήνω λυτά
5. εκσφενδονίζω, ρίχνω
αρχ.-μσν.
1. (η παθ. μτχ. ως επίθ.) ὁ ἀπολελυμένος, -η, -ον
2. απαλλάσσω άπό τη ζωή («νῦν ἀπολύοις τὸν δοῦλον σου»)
αρχ.
Ι. 1. λύνω κάτι από κάπου, αποδεσμεύω
2. απελευθερώνω, απαλλάσσω, απολυτρώνω
3. διαλύω το στράτευμα
4. αθωώνω, απαλλάσσω από κατηγορία
5. χωρίζω, εγκαταλείπω (γυναίκα, άνδρα)
6. πληρώνω οφειλή
7. πουλώ
8. απαλλάσσω από κάτι δυσάρεστο, ανακουφίζω
9. αναχωρώ, απέρχομαι
II. (-ομαι)
1. απελευθερώνω τον εαυτό μου ή επιτυγχάνω με τις ενέργειες μου την απελευθέρωση άλλων
2. αντικρούω κατηγορία, απολογούμαι
3. αποχωρίζομαι, αποσπώμαι
4. δεν είμαι προσκολλημένος, κινούμαι ελεύθερα
5. (για μητέρα) λευτερώνομαι, γεννώ
6. (για παιδί) γεννιέμαι
7. δεν υπάρχω πλέον, εκλείπω
8. πεθαίνω, φεύγω από τη ζωή.