απομύσσω

From LSJ

Βιοῖ γὰρ οὐδείς, ὃν προαιρεῖται βίον → Homo nullus aevum degit arbitri sui → Denn keiner lebt sein Leben, wie er es geplant

Menander, Monostichoi, 65

Greek Monolingual

ἀπομύσσω (αττ., -ττω) (Α)
1. βγάζω τη μύξα μου, καθαρίζω τη μύτη μου
2. καθαρίζω τη σκέψη, διαφωτίζω
3. (-ομαι) εξαπατώμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο + μύσσω, ενεργ. Μόνο σε σύνθεση του ρ. μύσσομαι «φυσώ τη μύτη μου»].