ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
ἁρπαξάνδρα, η (Α)(για τη Σφίγγα) αυτή που αρπάζει τους άνδρες.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άρπαξ + ουσ. ανήρ (ανδρός)].