αρτιότητα

From LSJ

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀρτιότης, -ότητος)
1. η ακεραιότητα, η πληρότητα
2. η ιδιότητα ενός αριθμού ή μιας συνάρτησης να είναι άρτιοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτιος].