αρχαιοπώλης

From LSJ

φύσει γὰρ ἄνθρωπος ὃ βούλεται, τοῦτο καί οἴεται → it's human nature: what you want, you believe

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -πώλις, η)
ο έμπορος αρχαιοτήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -πώλης < πωλώ (-έω). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Α. Ε. Κοντολέοντα].