αυτόνους

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

αὐτόνους, -ουν και αὐτόνοος, -ον (AM)
μσν.
(για τα πλοία των Φαιάκων) ο νοήμων, αυτός που μπορεί να ταξιδέψει χωρίς κυβερνήτη (Ευστάθ.)
αρχ.
ισχυρογνώμονας, επίμονος.
αὐτόνους, ο (AM)
ο ίδιος ο νους, ο νους καθ' εαυτόν.