δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
αὐτόνους, -ουν και αὐτόνοος, -ον (AM)μσν.(για τα πλοία των Φαιάκων) ο νοήμων, αυτός που μπορεί να ταξιδέψει χωρίς κυβερνήτη (Ευστάθ.)αρχ.ισχυρογνώμονας, επίμονος.αὐτόνους, ο (AM)ο ίδιος ο νους, ο νους καθ' εαυτόν.