αφρόντιστος

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀφρόντιστος, -ον)
αφημένος χωρίς φροντίδα, παραμελημένος
αρχ.
1. αμέριμνος
2. αδιάφορος.