αχηβάδα

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241

Greek Monolingual

η
γενική κοινή ονομασία που δίνεται σε διάφορα δίθυρα μαλάκια, συνήθως εδώδιμα
2. η κόγχη του Αγίου Βήματος των ναών
3. κοιλότητα στον τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. (α)χηβάδα < χημάδα < αρχ.-μσν. χήμη «αχηβάδα» — βλ. και λ. χηβάδα].