αἰκισμός
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ὁ, = αἴκισμα (outrage, torture), D. 8.51, Ctes. Fr. 29.58, etc. ; πόλεως LXX 2 Ma. 8.17. Medic., discomfort, Antyll. ap. Orib. 6.23.13 ; wrench, shock, αἰ. αἰφνίδιος Apollon.Cit. 1.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I 1de cadáveres o lugares esp. sagrados ultraje αἰκισμὸς τοῦ σώματος τοῦ Κύρου Ctes.16, ὁ τῆς ἐμπεπαιγμένης πόλεως αἰ. el ultraje inferido a la escarnecida ciudad LXX 2Ma.8.17.
2 gener. mal trato, castigo πληγαὶ καὶ ὁ τοῦ σώματος αἰ. D.8.51, δεῖν τοὺς παῖδας ... ἄγειν παραινέσεσι καὶ λόγοις, μὴ ... πληγαῖς μηδ' αἰκισμοῖς Plu.2.8f, cf. PHal.1.118 (III a.C.)
•tortura εἰ δύναιτο πρὸς αἰκισμοὺς ἀντικαρτερῆσαι por ver si podía resistir a las torturas D.C.44.13.3, εἰς αἰκισμὸν τιθέναι castigar 1Ep.Clem.11.1.
II medic. destemple, indisposición Antyll. en Orib.6.23.13.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἰκισμός -οῦ, ὁ αἰκίζω mishandeling, verminking.
German (Pape)
ὁ, Mißhandlung, mit πληγαί verb. Dem. 8.51; Plut. puer. ed. 12.
Russian (Dvoretsky)
αἰκισμός: ὁ Dem., Plut. = αἴκισμα 1.
Middle Liddell
= αἴκισμα, Dem.]
Greek Monotonic
αἰκισμός: ὁ = το προηγ., σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
αἰκισμός: ὁ = τῷ προηγ. Δημ. 102. 20, καὶ συχν. παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν.