τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
1. αλείφω μια επιφάνεια με βερνίκι, στιλβώνω, λουστράρω2. φρ. (για πρόσωπα) «κέρατο βερνικωμένο» — δύστροπος, κακός, αντιπαθητικός.