βιοτέχνης

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

ο
αυτός που ασκεί βιοτεχνικό επάγγελμα, που ζει από τη βιοτεχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -τέχνης < τέχνη. Η λ. μαρτυρείται στον Γεώργιο Βιζυηνό].