γενεσιουργός
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
γενεσιουργόν, concerned with or incident to generation, φύσις ibid.; δαίμονες ib.2.7; παθήματα Id.VP32.228; ἀστήρ Porph. ap. Eus.PE3.11; ὁρμαί Procl.in Cra.p.105 P.; δυνάμεις Id.Inst. 209; θεοί Dam.Pr.381, al.; τὸ γ. ib.349:—Subst. γ., ὁ, author of existence, c. gen., LXX Wi.13.5; τῆς παλιγγενεσίας Corp.Herm.13.4; fashioner, creator, Herm. ap. Stob.1.49.44; παντὸς κόσμου Jul.Gal. 100c.
Spanish (DGE)
-όν
que engendra, genésico, creador φύσις Iambl.Myst.1.11, δαίμονες Iambl.Myst.2.7, παθήματα Iambl.VP 228, ἀστήρ Porph. en Eus.PE.3.11.40, ὁρμαί Procl.in Cra.105.23, δυνάμεις Procl.Inst.209, θεοί Dam.in Prm.381, νόησις Dam.in Phlb.225.9
•subst. ὁ γ. creador c. gen. κτισμάτων LXX Sap.13.5, τῆς παλιγγενεσίας Corp.Herm.13.4, παντὸς κόσμου Iul.Gal.19.100c
•inventor, Corp.Herm.Fr.23.44.
German (Pape)
[Seite 482] ὁ, Erzeugung bewirkend, schaffend, Stob. ecl. 2 p. 962; Iambl. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γενεσιουργός: τινος, παραγαγών τινα εἰς τὸ εἶναι, δημιουργός, πατήρ, Στοβ. Ἐκλογ. 2, 962, Ἰάμβλ. Βίῳ Πυθ. § 228, Ἐβδ.
Greek Monolingual
-ό (AM γενεσιουργός, -όν)
1. ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία
2. αυτός που προκαλεί τη γένεση, που δημιουργεί κάτι («τα γενεσιουργά αίτια», «γενεσιουργές δυνάμεις»)
αρχ.-μσν.
ως ουσ. ο γενεσιουργός
ο δημιουργός του κόσμου, ο πλάστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γένεσις + -ουργός < έργον].