γνάμπτω
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
(in codd. freq. κνάμπτω), fut. γνάψω A.Pr.995, Paean Oxy.660.8, Lyc.1247: aor. ἔγναμψα, Ep. γνάμψα A.R.2.965:—poet. form of κάμπτω used by Hom. only in compounds in tmesi, ἐν δὲ γόνυ γνάμψεν Il.23.731; γνάμπτω τινά bend his will, A.l.c.; νόον Orph.L.195; in literal sense, δόρυ γ. Lyc. l.c.; ἄκρην round a headland, A.R.l.c., al.:—Pass., Nic.Th.423, Plu.Arat.13.
Spanish (DGE)
1 doblar δόρυ γνάμψει Lyc.1247
•doblegar ταῦρον cogiéndolo por la testuz, Q.S.6.238
•doblar, girar hacia c. prep. γνάμψαι ... ποτὶ φύλοπιν de un caballo, Q.S.11.187
•en v. med.-pas. ἐγνάμφθη δ' ὀπίσσω φάσγανον se dobló la espada hacia atrás B.13.52
•doblar, rodear ἄκρην A.R.2.965, cf. 349, 3.1350.
2 fig. doblegar, ablandar, conmover γνάμψει γὰρ οὐδὲν τῶνδέ με A.Pr.995, νόον Orph.L.195, Opp.H.5.574
•en v. pas. ὥστε γνάμπτεσθαι τὸν Ἄρατον ὑπὸ τῆς τέχνης Plu.Arat.13.
• Etimología: Término expresivo quizá rel. c. γνάθος ‘mandíbula’ (cf. γναμπτήρ) de *genHu̯- en grado ø/ø y posteriormente influido por κάμπτω.
French (Bailly abrégé)
f. γνάμψω, ao. ἔγναμψα, pf. inus. Pass. ao. ἐγνάμφθην;
courber, fléchir : γόνυ, faire plier le genou (de l'adversaire) ; fig. τινά fléchir (la volonté, la résolution de) qqn.
Étymologie: DELG pas d'étym. établie ; cf. κάμπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γνάμπτω buigen; overdr.. γνάμψει γὰρ οὐδὲν τῶνδέ με want niets hiervan zal mij vermurwen Aeschl. PV 995.
German (Pape)
krümmen, biegen; ἐν δὲ γόνυ γνάμψεν Il. 23.731, vgl. Scholl. Herodian.; 24.274 v.l. ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔγναμψαν, für ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔκαμψαν; δόρυ Ap.Rh. 3.1248; ποταμόν 2.349; a. sp.D.; übertragen, ἐμὲ, ὥστε φράσαι, zu sagen bewegen, Aesch. Prom. 997; νόον, den Sinn beugen, Opp. H. 5.574 (vgl. κάμπτω).
Russian (Dvoretsky)
γνάμπτω:
1 сгибать (γόνυ Hom.);
2 склонять, заставлять (τινὰ ὥστε φράσαι Aesch.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: bend (Il.).
Other forms: Aor. γνάμψαι, vb. adj. γναμπτός
Derivatives: γναμπτήρ jaw (Androm. ap. Gal.), cf. γναμφαί s.v. γαμφηλαί; γνάμψις bending (EM). Without (dissimilated?) (second) nasal γνάπτει κάμπτει and γναπτός = γναμπτός H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: It is mostly stated that γνάμπτω was influenced by κάμπτω (cf. κνάμπτω), so that all explanations are uncertain. But γνάμπτω has not the κ- of κάμπτω, nor can the -ν- have been taken from there. Note that γναμπ- cannot have a IE preform (see on γνάθος). But κάμπτω too does not look safely IE. However, a Pre-Greek process giving and inserted -ν is not known to me. (Did κν- give γν-?) (The consequences of the remark of N.G. in R.Ph. 70 (1996) =CEG 1 s.v. γνάμπτω; Κλυταιμ(ν)ηστρα?) are unclear to me.
Middle Liddell
to bend; γν. τινα to bend his will, Aesch.
English (Autenrieth)
aor. γνάμψα: bend.
Greek Monolingual
γνάμπτω και γνάπτω και κνάμπτω (Α)
1. κάμπτω
2. αλλάζω τη γνώμη κάποιου
3. παρακάμπτω (έναν τόπο).
Greek Monotonic
γνάμπτω: μέλ. -ψω, αόρ. αʹ ἔγναμψα, Επικ. γνάμψα· ποιητ. τύπος του κάμπτω, χρησιμ. από τον Όμηρ., όταν ένα βραχύ φωνήεν γίνεται μακρό πριν από την πρώτη συλλαβή του, λυγίζω· γνάμπτω τινά, λυγίζω, κάμπτω τη θέληση κάποιου, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
γνάμπτω: (ἐν τοῖς χφοις συχν. κνάμπτω), μέλλ. –ψω Αἰσχύλ.· ἀόρ. ἔγναμψα, Ἐπ. γνάμψα·- ποιητ. τύπος τοῦ κάμπτω ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ὁσάκις βραχὺ φωνῆεν πρὸ τῆς πρώτης συλλαβῆς τοῦ ῥήματος τούτου πρέπῃ νὰ γείνῃ μακρὸν (πρβλ. ἀνα-, ἐγ-, ἐπι-, ὑπο-γνάμπτω)· γν. τινά, κάμπτω τὴν θέλησίν του, Αἰσχύλ. Πρ. 995.– Παθ., Νίκ. Θ. 423.
Frisk Etymology German
γνάμπτω: {gnámptō}
Forms: Aor. γνάμψαι, Verbaladj. γναμπτός
Grammar: v.
Meaning: ‘kr?mmen, biegen’ (poet. seit Il.).
Derivative: Davon γναμπτήρ Kiefer (Androm. ap. Gal.), γνάμψις Biegung (EM); vgl. auch γαμψός. Ohne inneren (dissimilatorisch geschwundenen?) Nasal γνάπτει· κάμπτει und γναπτός = γναμπτός H.
Etymology: Da γνάμπτω offenbar von κάμπτω beeinflußt worden ist (vgl. auch κνάμπτω), schweben alle Erklärungen in der Luft. Sehr unsichere Vermutungen bei WP. 1, 581, Pok. 370.
Page 1,316