γονοειδής
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
English (LSJ)
γονοειδές, like seed, Hp.Epid.2.3.11, Aret.SA2.12, SD2.11.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [jón. nom. plu. -εες Hp.Coac.356]
medic. parecido a semen o conteniendo elementos de aspecto seminal οὐρήσεις Hp.l.c., cf. Epid.2.3.11, ἐναιώρημα Hp.Epid.3.1.4, Aret.SA 2.12.2, πρόκλησις Aret.SD 2.11.5, ἡ οὐσία τοῦ κυήματος Gal.4.542
•subst. τὸ γ. materia semejante a semen que puede aparecer en suspensión en la orina, Hp.Coac.182.
German (Pape)
[Seite 501] ές, saamenähnlich, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
γονοειδής: -ές, ὅμοιος γονῇ ἢ σπέρματι, Ἱππ. Κωακ. 148.
Greek Monolingual
-ές (AM γονοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με γόνο, με σπέρμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γονοειδής -ές γόνος, εἶδος lijkend op sperma. Hp. Epid. 1.3.13 (1).