γυίον

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

γυῑον, το (Α)
1. μέλος του σώματος
2. χέρι
3. ολόκληρο το σώμα
4. πληθ. γυῑα, τα
α) τα μέλη του σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα»)
β) τα χέρια
5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» — τα πόδια
β) «μητρός γυῖα» — η μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική που απαντά κυρίως στον πληθυντικό. Το γυῖον, με μορφολογικό σχηματισμό σε -ιο, ανάγεται σε IE gu- «λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω», αν ληφθεί υπ' όψιν ότι τα οστά είναι κυρτά και εύκαμπτα (πρβλ. γύης, γύαλον).
ΠΑΡ. αρχ. γυιώ
μσν.
γυίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. γυιαρκής, γυιοβαρής, γυιοβόρος, γυιοδάμας, γυιοπαγής, γυιοπέδη, γυιοτακής, γυιοτόρος, γυιούχος, γυιόχαλκος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. αγλαόγυιος, άγυιος, αρκεσίγυιος, δεξιόγυιος, διάγυιος, δίγυιος, ιμερόγυιος, λαρνακόγυιος, λαχνόγυιος, λιπόγυιος, μονόγυιος, οβριμόγυιος, στερρόγυιος, υπόγυιος και υπόγυος].