γυψωτός

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυψωτός Medium diacritics: γυψωτός Low diacritics: γυψωτός Capitals: ΓΥΨΩΤΟΣ
Transliteration A: gypsōtós Transliteration B: gypsōtos Transliteration C: gypsotos Beta Code: guywto/s

English (LSJ)

γυψωτή, γυψωτόν, plastered, Hsch. s.v. τιτανωτή.

Spanish (DGE)

-ή, -όν revocado Hsch.s.u. τιτανωτή χρόα.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α γυψωτός, -ή, -όν) γυψώ
1. αυτός που αποτελείται από γύψο ή περιέχει γύψο
2. αυτός που έχει αλειφθεί με γύψο.