Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
Full diacritics: γυψωτός | Medium diacritics: γυψωτός | Low diacritics: γυψωτός | Capitals: ΓΥΨΩΤΟΣ |
Transliteration A: gypsōtós | Transliteration B: gypsōtos | Transliteration C: gypsotos | Beta Code: guywto/s |
γυψωτή, γυψωτόν, plastered, Hsch. s.v. τιτανωτή.
-ή, -όν revocado Hsch.s.u. τιτανωτή χρόα.
-ή, -ό (Α γυψωτός, -ή, -όν) γυψώ
1. αυτός που αποτελείται από γύψο ή περιέχει γύψο
2. αυτός που έχει αλειφθεί με γύψο.