γόητρο

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source

Greek Monolingual

το
1. θέλγητρο
2. κύρος, μεγαλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόης + (επίθημα) -τρο (πρβλ. θέλγητρο). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Κλ. Α. Ραγκαβή].