δαδουχία
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Greek Monolingual
δαδουχία, η (Α) δαδούχος
η λαμπαδηφορία.
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
δαδουχία, η (Α) δαδούχος
η λαμπαδηφορία.