Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
-η, -ο
1. αυτός που διαρκεί δέκα μέρες
2. το ουδ. ως ουσ. χρονικό διάστημα δέκα ημερών
3. το ουδ. ως ουσ. Το Δεκαήμερον
τίτλος έργου του Βοκκάκιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ημερος < ημέρα. Το ουδ. δεκαήμερον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].