Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
η (Μ διάσωσις)σωτηρία, απαλλαγή από κίνδυνονεοελλ.διατήρηση από τη φθορά του χρόνου («διάσωση κειμηλίων»)μσν.ασφαλής μεταφορά.