διακονιάρης

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

και διακόναρος, ο (θηλ. διακονιάρα ή διακονιάρισσα, η) διακονιά
1. ζητιάνος, επαίτης
2. άνθρωπος κατώτερης κοινωνικής ή οικονομικής θέσης.