διατύπωση

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

η (AM -ις) διατυπώ
έκφραση διανοήματος
νεοελλ.-μσν.
συνήθως στον πληθ. διατυπώσεις
τυπικές πράξεις που τηρούνται υποχρεωτικά για να ενισχύσουν το κύρος επιδιωκόμενου σκοπού («τελωνειακές διατυπώσεις»)
μσν.-αρχ.
1. σχηματισμός, διαμόρφωσηὅταν δὲ ἐκ τῶν σκωλήκων εἰς διατύπωσιν ἔλθωσιν, καλοῦνται μὲν νύμφαι τότε»)
2. σύστημα, μέθοδοςδιατύπωσις μηχανικῶν», Ήρών.)
3. όψη, σχήμα μορφή
4. διάθεση περιουσίας με διαθήκη, διαθήκη («τὴν διατύπωσιν πάντων τούτων τῶν ἀγαθῶν ἔγραψε, και μάρτυρας ἀνατέθηκε»)
5. διάταξη, κανονισμός, νομοθετική ρύθμιση («τὰς κανονικὰς διατυπώσεις τῶν κοινοβίων»)
6. σημασία, έννοια («ἕτοιμον ὑποδέξασθαι τῇ καρδίᾳ τὰς ἐκ τῆς θείας διδασκαλίας ἐγγινομένας διατυπώσεις»)
7. σκοπός, σχέδιο
αρχ.
1. ζωντανή περιγραφή
2. καθορισμός, βεβαίωση φόρων.