δισκελής

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source

Greek Monolingual

-ές και δίσκελος, -η, -ο (Μ δισκελής, -ές)
αυτός που έχει δύο σκέλη, διχαλωτός
2. (για προτάσεις) αυτή που αποτελείται από δύο σκέλη, διμελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + σκέλος.

German (Pape)

ές, = δίκωλος, Sp.