δουκηναρία
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 dignidad, cargo de ducenario, IUrb.Rom.424.1 (II/III d.C.).
2 suma de 200.000 sestercios τὴν ὕπαρξιν αὐτοῦ πᾶσαν οὖσαν τιμήματος δουκηναρίας POxy.1274.14 (III d.C.).