δυσπρόσιτος

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσῐτος Medium diacritics: δυσπρόσιτος Low diacritics: δυσπρόσιτος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: dysprósitos Transliteration B: dysprositos Transliteration C: dysprositos Beta Code: duspro/sitos

English (LSJ)

δυσπρόσιτον, difficult of access or attack, πόλις D.H.4.54, cf. D.S.15.42, Onos. 11.6; λιμὴν δ. ναυσί J.BJ4.10.5; τεῖχος D.C.40.34; of a man, E. IA345.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de lugares de difícil acceso, casi inaccesible, de donde difícil de atacar πόλις D.H.4.54, cf. 11.47, τὰ βασίλεια D.S.20.23, cf. 15.42, ὄρος D.S.14.20, cf. D.S.20.102, τὸ χωρίον LXX 2Ma.12.21, τεῖχος D.C.40.34.1, fig. ὄρος ... δυσπρόσιτον ἡ θεολογία Gr.Nyss.V.Mos.84.21
neutr. sg. subst. τὸ δ. inaccesibilidad, dificultad de acceso D.C.Epit.9.23.3
plu. τὰ δ. lugares de difícil acceso D.S.20.64
de un puerto en el que es difícil atracar δ. δὲ λιμὴν ναυσί I.BI 4.612
de abstr. τὸ κρυπτόμενον Plu.2.517c.
2 de pers. inaccesible, desagradable, intratable c. dat. τοῖς φίλοισι de Agamenón, E.IA 345, cf. Euagr.Pont.Schol.Ec.28.11, τὸ γὰρ αὐστηρὸν δ. καὶ τοῖσιν ὑγιαίνουσιν καὶ τοῖσι νοσέουσιν Hp.Decent.7, c. rég. prep. δ. ὢν καὶ δυσχερὴς ἐς τὰς χάριτας App.Hisp.85, sin rég. κορυφαῖοι δυσπρόσιτοί τε καὶ συννεφεῖς dirigentes intratables y altivos Them.Or.15.192a, cf. Onas.11.6.
3 fig., de palabras inaceptable, fuera de lugar, rechazable οἱ ἀντίτυποι λόγοι Sch.Pi.N.5.58.
II adv. -ως de forma intratable o inaccesible Poll.5.139.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zugänglich, d. i. unfreundlich, Eur. I. A. 345; schwer anzugreifen, πόλις D. Hal. 4, 54; D. C. 40, 34.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un abord difficile, peu affable.
Étymologie: δυσ-, πρόσειμι².

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσῐτος: труднодоступный (sc. φίλοις Eur.; κρυπτόμενος καὶ δ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσῐτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πλησιάσῃ τις, Διον. Ἁλ. 4. 54· ἐπὶ ἀνθρώπου, Εὐρ. Ι. Α. 345· πρβλ. δυσπρόσοδος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσπρόσιτος, -ον)
αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να πλησιάσει, να προσβάλει («λιμήν δυσπρόσιτος ναυσίν»).

Greek Monotonic

δυσπρόσῐτος: -ον, δύσκολος στην προσέγγιση, σε Ευρ.

Middle Liddell

δυσ-πρόσῐτος, ον
difficult of access, Eur.

English (Woodhouse)

unapproachable, unsociable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)