δυσπρόσμικτος

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

German (Pape)

[Seite 688] mit dem schwer Gemeinschaft zu halten, λιμήν, = δυσπροσόρμιστος , Poll. 1, 101.

Spanish (DGE)

-ον
en el que es difícil atracar, de difícil acceso λιμήν Poll.1.101.