εκθάλλω
From LSJ
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
Greek Monolingual
ἐκθάλλω (Α)
1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια
2. γίνομαι δραστήριος, ενεργοποιούμαι.
νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck
ἐκθάλλω (Α)
1. (για φυτά) βγάζω λουλούδια
2. γίνομαι δραστήριος, ενεργοποιούμαι.