τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
ἐκτάσσω, αττ. τ. ἐκτάττω (Α)
1. (για στρατηγό) βγάζω από το στρατόπεδο και παρατάσσω τον στρατό για μάχη
2. καταγράφω σε καταλόγους
3. γράφω, χαράζω
4. καταγράφω τους φόρους
5. τακτοποιώ, ρυθμίζω, κανονίζω.