εκτρέχω
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
Greek Monolingual
(AM ἐκτρέχω)
τρέχω έξω, βγαίνω τρέχοντας, εξορμώ, κάνω έξοδο
μσν.
1. διατρέχω
2. αναζητώ, επιδιώκω
3. ορμώ, εξορμώ
4. περιέρχομαι
αρχ.
1. φεύγω τρέχοντας
2. (για κέρατα) μεγαλώνω, αυξάνομαι
3. (για φυτό) βλαστάνω γρήγορα, μεγαλώνω
4. (για θυμό) εκνευρίζομαι υπερβολικά, ξεπερνώ τα όρια, γίνομαι έξω φρενών
5. (με γεν.) υπερβαίνω, ξεπερνώ
6. απομακρύνομαι
7. (με γεν.) ξεφεύγω τη λαβή κάποιου
8. (για χρόνο) περνώ, εκπνέω
9. προσφεύγω
10. αποβαίνω
11. συνεχίζω
12. κατακλύζω, κάνω επιδρομή
13. προέρχομαι.