Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
ἐλαΐνεος, -α, -ον (Α)ἐλάινοςο κατασκευασμένος από ξύλο ελιάς.